Tuesday, February 19, 2013

Ένα τελευταίο πιάτο γεμιστά...


Μόλις είχε γυρίσει από την κηδεία. Η μητέρα του είχε πεθάνει. Ήταν το πρόσωπο που αγαπούσε όσο κανέναν άλλο στον κόσμο. Τον φρόντιζε από μικρό, τον αγάπησε, τον... τα μάτια του πάλι υγρά, άρχισε πάλι να κλαίει. Από μικρό παιδί είχε αναρρωτηθεί για την πιθανότητα (τότε ήταν ακόμα... πιθανότητα) να πεθάνουν οι γονείς του. Και κάθε φορά που το σκεφτόταν, ερχόταν η μητέρα του και τον καθησύχαζε ότι όλα θα πάνε καλά. Όχι όμως σήμερα. Σήμερα δεν ήταν εκεί. Δεν θα ήταν εκεί ποτέ ξανά. Και αυτό το "Ποτέ" τον γέμιζε απόγνωση. Ήταν αυτή η αίσθηση ασφάλειας που του έλειπε περισσότερο. Ένα πρόσωπο που τον αγαπάει όσο κανέναν άλλο, που θα έκανε τα πάντα για να είναι αυτός καλά.

Με βαριά βήματα άνοιξε την πόρτα. Πέρασε από το σαλόνι, μπήκε στην κουζίνα. Δεν είχε φάει τίποτα από την προηγούμενη μέρα. Από τότε που είχε ακούσει τα κακά νέα... Νόμιζε ότι το να φάει ήταν προσβολή για τη μητέρα του. Δεν μπορούσε να βάλει τίποτα στο στόμα του από τότε που πέθανε. Αλλά τώρα η βιολογία είχε έρθει να επιβληθεί της θέλησης του. Μηχανικά και χωρίς πραγματικά να το θέλει, άνοιξε το ψυγείο. Άνοιξε την πόρτα και είδε ένα πιάτο ντομάτες γεμιστές. Δάκρυα άρχισαν να τρέχουν πάλι από τα μάτια του. Δάκρυα που δεν μπορούσε να σταματήσει. Ήταν το φαγητό που του είχε ετοιμάσει η μητέρα του λίγο πριν πεθάνει. Με έξτρα πατάτες στο πλάι όπως ακριβώς του άρεσε. Το πήρε. Το έβαλε πάνω στο τραπέζι. Άρχισε να το τρώει. Αργά. Κάθε φορά που έτρωγε, θυμόταν τη μητέρα του να το ετοιμάζει. Έκλαιγε ακόμα περισσότερο. Κάθε μπουκιά του έφερνε ολοένα και περισσότερα δάκρυα καθώς τελείωνε το φαγητό. Είχε βάλει στο πιάτο και το επιπλέον ρύζι που λάτρευε. Κι άλλη μπουκιά. Το φαΐ ολοένα και λιγόστευε. Το τελευταίο γεύμα από τη μητέρα του. Το έτρωγε αλλά την ίδια στιγμή ήθελε να το αφήσει όπως είναι. Ήταν το τελευταίο πράγμα που είχε από αυτήν. Κι άλλη μπουκιά. Κάθε φορά που ένοιωθε τόσο καλά με το τόσο ωραίο φαΐ, θυμόταν ποιος το έφτιαξε και η ευφορία έφευγε αμέσως. Δάκρυα πάλι. Χωρίς να το καταλάβει, το έφαγε όλο. Όταν ήταν παιδί, θα ζητούσε πάντα κι άλλο. Και αυτή, με ένα χαμόγελο, θα του έδινε.

Αισθάνθηκε υπνηλία. Αργά έγειρε πάνω στο τραπέζι και ακούμπησε το κεφάλι του πάνω. Τα μάτια του έκλεισαν και ονειρεύτηκε το μόνο πράγμα που θα του έδινε χαρά. Ένα ακόμα πιάτο με ντομάτες γεμιστές... Και στον ύπνο του, για μια μονάχα στιγμή, χαμογέλασε...

Σπύρος Κάκος
2/2013 - Αθήνα, Ελλάδα


Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...